καλοπρόσωπος

καλοπρόσωπος
καλοπρόσωπος
with fair face
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλοπρόσωπος — καλοπρόσωπος, ον (AM) αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ευειδής, όμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. ομοιο πρόσωπος, πολυπρόσωπος] …   Dictionary of Greek

  • καλοπρόσωπον — καλοπρόσωπος with fair face masc/fem acc sg καλοπρόσωπος with fair face neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • ԳԵՂԵՑԿԱԴԷՄ — ( ) NBH 1 0537 Chronological Sequence: 8c ա. καλοπρόσωπος, καλλίμορφος formosus Գեղեցիկ դիմօք: Նիւս. կուս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”